φολιδωτά

φολιδωτά
φολιδωτός
clad in scales
neut nom/voc/acc pl
φολιδωτά̱ , φολιδωτός
clad in scales
fem nom/voc/acc dual
φολιδωτά̱ , φολιδωτός
clad in scales
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ερπετά — (reptila). Μεγάλη ομοταξία σπονδυλοζώων που έχουν κοινούς σημαντικούς ανατομικούς χαρακτήρες, αλλά παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία ως προς τη μορφή, τις διαστάσεις και το περιβάλλον διαβίωσης (ε. αποκλειστικά χερσαία ή τυπικά υδρόβια ή αμφίβια).… …   Dictionary of Greek

  • λεπιδοσαύρια — (lepidosauria). Υφομοταξία διαψιδωτών ερπετών, η οποία παρουσιάστηκε κατά την πέρμιο περίοδο. Τα λ. υποδιαιρούνται σε δύο τάξεις: στα ρυγχοκέφαλα και στα λεπιδωτά ή φολιδωτά. Τα λεπιδωτά υποδιαιρούνται στις τάξεις των σαυρομόρφων, των… …   Dictionary of Greek

  • ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… …   Dictionary of Greek

  • φολιδωτός — ή, ό / φολιδωτός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α [φολιδοῡμαι] 1. (κυρίως για ερπετό) καλυμμένος με φολίδες, αυτός που έχει λέπια στο δέρμα του (α. «το δέρμα τού φιδιού είναι φολιδωτό» β. «[κροκοδείλου] τὸ δέρμα φολιδωτόν ἐστι», Διόδ.) 2. (για πράγμ.)… …   Dictionary of Greek

  • Γίγαντες — Μυθολογικά πρόσωπα. Όντα με ανθρώπινη μορφή αλλά με υπερφυσικές διαστάσεις και δύναμη. Κατά την ελληνική μυθολογία, αποτελούσαν την προσωποποίηση των καταστρεπτικών και ανεξέλεγκτων δυνάμεων της φύσης (π.χ. σεισμοί), σε αντίθεση με τους θεούς.… …   Dictionary of Greek

  • εξωσκελετός ή εξωτερικός σκελετός — Τυπικό γνώρισμα των αρθροπόδων, στα οποία ο ε. αναπτύσσεται περισσότερο από αυτόν των άλλων ζώων. Ο ε. αποτελείται γενικά από χιτίνη, ουσία που εκκρίνεται από τα κύτταρα του υποκείμενου επιθηλίου· σε ορισμένες περιπτώσεις η χιτίνη διαποτίζεται με …   Dictionary of Greek

  • θηλαστικά — Ομοταξία σπονδυλωτών που περιλαμβάνει περίπου 3.000 γένη και 15.000 είδη, από τα οποία άλλα ζουν έως σήμερα και άλλα έχουν εκλείψει. Είναι ζώα ομοιόθερμα, με πνευμονική αναπνοή και πλήρες διάφραγμα, το οποίο χωρίζει τη θωρακική περιοχή, που… …   Dictionary of Greek

  • Λυσικράτη, μνημείο του- — Μνημείο της αρχαίας Αθήνας, χορηγός του οποίου υπήρξε ο Αθηναίος πολίτης Λυσικράτης (4ος αι. π.Χ.). Η ανέγερσή του χρονολογείται στο 335/4 π.Χ. Πάνω σε αυτό τοποθετήθηκε ένας χάλκινος τρίποδας με τον οποίο είχε βραβευθεί ο Λυσικράτης. Το μνημείο… …   Dictionary of Greek

  • νωδά — Τάξη θηλαστικών χωρίς ή με ατελή οδοντοφυΐα (νωδός= αυτός που δεν έχει δόντια). Τα ζώα αυτά, ποικίλου σχήματος και διάστασης, είναι χαρακτηριστικά της Νότιας και Κεντρικής Αμερικής (μόνο ένα είδος ζει στη Βόρεια Αμερική). Τα ν. είναι όλα… …   Dictionary of Greek

  • φολιδωτός — ή, ό 1. (για ζώα), αυτός που έχει το δέρμα καλυμμένο με φολίδες (βλ. λ.), ο γεμάτος φολίδες, ο λεπιδωτός: Η χελώνα είναι φολιδωτή. 2. (για διάφορα αντικείμενα), ο καλυμμένος με μικρά μεταλλικά πλακίδια, ώστε η επιφάνειά του να μοιάζει με δέρμα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”